A B C
D E F G
H I J K
L M N O
P Q R S
T U V W
X Y Z
A
-
absorption - απορρόφηση - κάθε αλληλοεπίδραση με πλήρη
μετάδωση της ενέργειας των σωματιδίων στο απορροφόν μέσον
-
accident (nuclear) - ατύχημα (πυρηνικό) - ατύχημα σε
μονάδα της πυρηνικής βιομηχανίας με ραδιολογικές επιπτώσεις
-
accident (radiological) - ατύχημα (ραδιολογικό) - ατύχημα
που σχετίζεται με ραδιολογικές επιπτώσεις
-
accumulation - συσσώρευση
-
activation - ενεργοποίηση - η μετατροπή σταθερών πυρήνων
σε ραδιενεργούς ως αποτέλεσμα πυρηνικών αντιδράσεων
-
activity - ενεργότητα - ο ρυθμός ραδιενεργών διασπάσεων.
Μονάδα SI: Bq (Bequerel). 1 Bq = 1 s -1
-
acute irradiation / dose - έντονη ακτινοβόληση / δόση
ακτινοβόλησης με υψηλό ρυθμό δόσεως (αξιόλογη δόση που λαμβάνεται σε μικρό
χρονικό διάστημα)
-
ALARA (As Low As Reasonably Achievable) - βασική αρχή
της Ακτινοπροστασίας.
-
alpha-particles - άλφα-σωματίδια - στοιχειώδη σωματίδια
με θετικό φορτίο, αποτελούμενα από 2 νετρόνια και 2 πρωτόνια. Προκαλούν
άμεσο ϊοντισμό.
-
annihilation - εξαϋλωση - η μετατροπή σωματιδίων με
μή μηδενική μάζα ηρεμίας σε γ-κβάντα
-
annual dose - ετήσια δόση
-
artificial radioactivity - τεχνητή ραδιενέργεια - η
ραδιενέργεια των ισοτόπων τεχνητής προέλευσης
-
artificial radionuclides - τεχνητά ραδιονουκλίδια -
τα ραδιονουκλίδια / ισότοπα τεχνητής προέλευσης
-
attenuation - εξασθένιση - η μείωση του αριθμού των
σωματιδίων ή/και της ενέργειάς των ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασής των
με την ύλη
-
average dose - μέση δόση (πληθυσμού, εργαζομένων)
B
-
background - υπόβαθρο - σήμα /φάσμα / πεδίο... , το
οποίο υπάρχει παράλληλα και ανεξάρτητα από το ανιχνευόμενο σήμα /...
-
back-scattering - οπισθοσκέδαση - η σκέδαση σε γωνίες
> π/2.
-
bad geometry (of measurement) - κακή γεωμετρία (μέτρησης)
- γεωμετρία μέτρησης με χαμηλή απόδοση, υψηλό υπόβαθρο κ.α.
-
basic radiation protection standards - βασικά πρότυπα
ραδιολογικής προστασίας - τα πρότυπα που αναφέρονται σε δόσεις.
-
benefit (from certain irradiation)- όφελος (από δεδομένη
ακτινοβόληση) - η (κατά προτίμηση ποσοτική) αξιολόγηση των θετικών επιπτώσεων
μιας έκθεσης σε ϊοντίζουσες ακτινοβολίες (π.χ. μιας ακτινογραφίας)
-
beta-particles - βήτα-σωματίδια - ηλεκτρόνια - στοιχειώδη
σωματίδια με αρνητικό φορτίο. Προκαλούν άμεσο ϊοντισμό.
-
boiling water reactor - αντιδραστήρας ζέοντος ύδατος.
-
Bq (Bequerel). Μονάδα μέτρησης της ενεργότητας. 1 Bq
= 1 s -1
-
breeder reactor - αναπαραγωγικός αντιδραστήρας.
C
-
calibration - βαθμονόμηση
-
calorimetric detectors / methods - ανιχνευτές / μέθοδοι θερμομέτρησης
-
cancerogen - καρκινογόνο (-ς ουσία)
-
cancerogenic (carcinogenic) effect - επακόλουθο καρκινογένεσης
-
chain reaction - αλυσιδωτή αντίδραση (σχάσης).
-
co-carcinogen - συνεργιστικό καρκινογόνο
-
collective dose - συλλογική δόση - το άθροισμα των δόσεων δεδομένου αριθμού
ατόμων. Μονάδα μέτρησης SI: man Sv
-
committed dose - δεσμευμένη δόση - η συνολική δόση που (θα) επιφέρει η
πρόσληψη ραδιενεργών ισοτόπων.
-
Compton effect - φαινόμενο Compton - η σκέδαση γ-κβάντων με μερική απώλεια
ενέργειας.
-
cosmic rays / radiation - κοσμική ακτινοβολία - κάθε ακτινοβολία προερχόμενη
από ή οφειλόμενη σε πηγές του Διαστήματος
-
countermeasures - μέτρα ακτινοπροστασίας (σε περίπτωση ραδιολογικών ατυχημάτων)
-
critical group - κρίσιμη ομάδα - η ομάδα του πληθυσμού που δέχεται την
υψηλότερη δόση λόγω περιοχής, ενασχόλησης, συνηθειών κλπ.
-
critical group dose - η δόση (της) κρίσιμης ομάδας - εκτίμηση της μέγιστης
δόσης από δεδομένο ραδιολογικό συμβάν.
-
critical organ - κρίσιμο όργανο - το όργανο που δέχεται την μεγαλύτερη
δόση από δεδομένο ραδιολογικό συμβάν (οδό κλπ.)
-
critical pathway - κρίσιμη οδός (διακίνησης κάποιου ισοτόπου)
-
cumulative dose - συσσωρευτική δόση
D
-
daughter product(s) = decay product(s)
-
decay constant - σταθερά διάσπασης λ. Η πιθανότητα ενός πυρήνα να διασπαστεί
κατά την περίοδο Δt ισούται με λ Δt.
-
decay product(s) - προϊόν(τα) διάσπασης - τα (ραδιο)νουκλίδια που παράγονται
από την διάσπαση ενός ραδιονουκλιδίου.
-
deposition - see radioactive deposition.
-
derived levels - παράγωγα όρια - όρια που αφορούν μεγέθη άλλα από τη δόση
και προκύπτουν από τα όρια δόσεων
-
detriment (of health) - βλάβη (υγείας)
-
directly ionising particles - άμεσα ϊοντίζοντα σωματίδια
-
dose - δόση - η ενέργεια που μεταφέρεται από την ακτινοβολία σε μονάδα
μάζας. Μονάδα SI: Gy (Gray). 1 Gy = 1 J kg-1
-
dose rate - ρυθμός δόσης
-
dose (effective) - ενεργός δόση - η δόση μετά από αναγωγή σε ισοδύναμη
δόση γ-ακτινοβολίας. Μονάδα SI: Sv (Sievert). 1 Sv = 1 J kg-1
-
dose (effective equivalent, "effectance") - ενεργό ισοδύναμο δόσης - Η
ενεργός δόση μετά από αναγωγή σε ισοδύναμη ολόσωμη δόση από γ-ακτινοβολία.
Μονάδα SI: Sv (Sievert). 1 Sv = 1 J kg-1
-
dosimetry - δοσιμετρία - ο κλάδος της ακτινοπροστασίας σχετικός με τον
ορισμό και προσδιορισμό των δόσεων.
-
dry deposition - εναπόθεση υλικών από την ατμόσφαιρα στο έδαφος απουσία
βροχοπτώσεων.
E
-
early responce - πρώτη απόκριση (με διάφορες έννοιες).
-
efficiency - απόδοση - η (συνάρτηση) απόκριση(ς) μιας ανιχνευτικής διάταξης
στο ανιχνευόμενο μέγεθος.
-
electrons - ηλεκτρόνια - στοιχειώδη σωματίδια με αρνητικό φορτίο. Προκαλούν
άμεσο ϊοντισμό.
-
emanation - έκλυση - η εκροή αερίου από στερεό ή υγρό υλικό (χρησιμοποιείται
για το ραδόνιο).
-
emergency (situation) - (κατάσταση) εκτακτη(ς) ανάγκη(ς).
-
emergency plan - σχέδιο εκτακτης ανάγκης
-
emission - εκπομπή
-
emitter - εκπομπός - χαρακτηρισμός πηγής ακτινοβολιών
-
energy (gamma-, spectrum) - ενέργεια γ-κβάντων, φάσμα ενεργειών
-
error (statistic, stochastic, systematic) - σφάλμα (στατιστικό, στοχαστικό,
συστηματικό (κάποιων αποτελεσμάτων)
-
eV (electron-Volt) - μονάδα μέτρησης της ενέργειας στην πυρηνική φυσική.
Παράγωγα: keV (1000 eV), MeV (1000 keV) κ.α.
-
evacuation (of population) - εκκένωση (πληθυσμού) - μέτρο για την μείωση
των άμεσων επιπτώσεων (ενός πυρηνικού ατυχήματος)
F
-
facility (nuclear) - εγκατάσταση (πυρηνική)
-
failure - αστοχία
-
fallout (radioactive) - εναπόθεση (ραδιενεργός) - η μεταφορά ραδιενεργών
ρύπων στο έδαφος. Μονάδα SI: Bq m-2
-
fantom - είδωλο - παθητική διάταξη που προσομοιώνει (συνήθως) κάποιο όργανο
ή και ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα. Χρησιμοποιείται για τον πειραματικό προσδιορισμό
της κατανομής της δόσης υπό διάφορες συνθήκες ακτινοβόλησης.
-
fast neutrons - ταχέα νετρόνια
-
fatality - θανατηφόρος επίπτωση
-
fission (products) - σχάση, (προϊόντα πυρηνικής σχάσεως)
-
food / trophic chain - τροφική αλυσίδα - η οδός διακίνησης (κάποιου ισοτόπου).
Π.χ. ζωοτροφές - ζώα - άνθρωπος.
G
-
gamma rays / particles - γάμμα ακτινοβολία / σωματίδια με μηδενικό φορτίο.
Προκαλούν έμμεσο ϊοντισμό.
-
gamma spectrometry - γάμμα φασματομετρία - μέθοδος προσδιορισμού του φάσματος
της γ-ακτινοβολίας
-
gamma spectrum - φάσμα γάμμα-ακτινοβολίας - η κατανομή ενέργειας των γ-σωματιδίων
-
Ge(Li) detector - ανιχνευτής γερμανίου - λιθίου - είδος ανιχνευτή ημιαγωγού
για γ-ακτινοβολία
-
Geiger-Muller detector - ανιχνευτής Geiger-Muller - είδος ανιχνευτή αερίου
-
general public - ο γενικός πληθυσμός (οι μη επαγγελματικά εκτιθέμενοι σε
ϊοντίζουσες ακτινοβολίες)
-
geometry of irradiation / measurement - γεωμετρία ακτινοβόλησης / μέτρησης
- η (σχετική) διάταξη της πηγής ακτινοβολιών σε σχέση με το απορροφόν μέσον.
-
Gy (Gray). Μονάδα μέτρησης της δόσης. 1 Gy = 1 J kg-1
H
-
hazard - επικινδυνότητα (με την στατιστική έννοια)
-
half-life (period) - περίοδος υποδιπλασιασμού - ο χρόνος υποδιπλασιασμού
της ενεργότητας ενός ραδιενεργού ισοτόπου
-
heavy water moderated reactor - αντιδραστήρας βαρέος ύδατος.
-
hormesis (of ionizing radiations) - οι (υποτιθέμενες) θετικές παρενέργειες
των χαμηλών δόσεων ϊοντιζουσών ακτινοβολιών
-
hot chamber - θερμός θάλαμος - θάλαμος για διάφορες εργασίες με υλικά υψηλής
ενεργότητας.
-
hot particles - θερμά σωματίδια - σωματίδια με υψηλή ειδική ενεργότητα
I
-
IAEA - ΔΟΑΕ - ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας
-
impact (radiological) - επίπτωση (ραδιολογική)
-
indirectly ionising particles - έμμεσα ϊοντίζοντα σωματίδια
-
INES - International Nuclear Events Scale - το σύστημα ενημέρωσης του ΔΟΑΕ
για συμβάντα πυρηνικής ασφάλειας
-
inhallation pathway / dose - οδός / δόση (λόγω) εισπνοής
-
ingestion pathway / dose - τροφική οδός / δόση μέσω της τροφικής οδού
-
ionisation - ϊοντισμός - η διατάραξη της ισορροπίας φορίου των ατόμων με
αποτέλεσμα την (παροδική) θετική ή αρνητική των φόρτιση.
-
ionisation chamber - θάλαμος ϊοντισμού - ανιχνευτής αερίου που βασίζεται
στην καταμέτρηση του πρωτογενούς ϊοντισμού των ατόμων στο εσωτερικό
του.
-
ionising radiations - ϊοντίζουσες ακτινοβολίες - ακτινοβολίες που προκαλούν
τον ϊοντισμό των ατόμων, με τα οποία αλληλεπιδρούν.
-
irradiation - ακτινοβόληση
J
-
Justification principle - Αρχή της τεκμηρίωσης - βασική αρχή της Ακτινοπροστασίας.
K
-
kerma - παλαιό μέγεθος μέτρησης της εναπόθεσης ενέργειας από ϊοντίζουσες
ακτινοβολίες
L
-
late impact / effects - μακροχρόνιες επιπτώσεις
-
latent period - περίοδος επώασης
-
light water reactor - αντιδραστήρας ελαφρού ύδατος.
-
limits (primary, derived) - όρια ( βασικά /δόσης/ , παράγωγα /συγκεντρώσεων
ενεργότητας/ )
-
local dose - τοπική δόση (σε περιοχή της τάξης του μm από σημειακή πηγή)
-
Lucas cell - θάλαμος σπινθηρισμών με ZnS για την ανίχνευση α-σωματιδίων
M
-
malignance - κακοήθεια
-
microdosimetry - η δοσιμετρία σε περιοχές της τάξης των μm
-
moderator - απορροφητής, υλικό / διάταξη για την μείωση της ροής σωματιδίων.
-
mutation - μετάλλαξη
N
-
natural circulation reactor - αντιδραστήρας φυσικής κυκλοφορίας.
-
natural radioactivity - φυσική ραδιενέργεια - η ραδιενέργεια των ισοτόπων
φυσικής προέλευσης
-
natural radionuclides - φυσικά ραδιονουκλίδια - τα ραδιονουκλίδια / ισότοπα
φυσικής προέλευσης
-
neutron activation - νετρονική ενεργοποίηση - μέθοδος προσδιορισμού χημικών
στοιχείων μέσω της ενεργοποίησής των με νετρόνια και της επακόλουθης φασματομετρικής
ανάλυσης της εκπεμπομένης γ-ακτινοβολίας.
-
neutrons - νετρόνια - στοιχειώδη σωματίδια με μηδενικό φορτίο. Προκαλούν
έμμεσο ϊοντισμό.
-
nuclide (radionuclide) - νουκλίδιο (ραδιονουκλίδιο)
O
-
occupancy factor - παράγων έκθεσης / παραμονής / διαμονής σε (υπό) δεδομένες
συνθήκες
-
occupational exposure / dose - επαγγελματική έκθεση / δόση
P
-
pair production - αλληλεπίδραση γ-κβάντων με την ύλη, κατά την οποία δημιουργείται
ζεύγος ηλεκτρονίου & ποζιτρονίου.
-
passive (detection) method - παθητική μέθοδος (ανίχνευσης) - μέθοδος που
βασίζεται σε κάποιο "φυσικό" μηχανισμό προσέγγισης του ανιχνευόμενου υλικού
στον ανιχνευτή και όχι στην βεβιασμένη συσσώρευσή του
-
pathway - οδός - ο δίαυλος μέσω του οποίου γίνεται η διακίνηση κάποιου
(ραδιενεργού) υλικού
-
pattern - (κατανομή)
-
photoeffect - φαινόμενο πλήρους απορρόφησης των γ-κβάντων
-
photo-multiplier - φωτοπολλαπλασιαστής - οπτικο-ηλεκτρονική διάταξη για
την ανίχνευση ασθενών σημάτων φωτός.
-
potential alpha-energy concentration - όρος σχετικός με τη συγκέντρωση
θυγατρικών παραγώγων του ραδονίου.
-
pressure tube reactor - αντιδραστήρας διαύλων πίεσης.
-
pressurised water reactor - αντιδραστήρας πεπιεσμένου ύδατος.
-
protons - πρωτόνια - στοιχειώδη σωματίδια με θετικό φορτίο. Προκαλούν άμεσο
ϊοντισμό.
Q
-
qualitative analysis (of sample) - ποιοτική ανάλυση (δείγματος) - ο προσδιορισμός
των ραδιενεργών ισοτόπων.
-
quanta (gamma) - κβάντα (γάμμα) - τα στοιχειώδη σωματίδια της γ-ακτινοβολίας.
-
quantitative analysis (of sample) - ποσοτική ανάλυση (δείγματος) - ο προσδιορισμός
της ενεργότητας των ραδιενεργών ισοτόπων (ολικής, οπότε δεν απαιτείται
το ποιοτικό σκέλος, η κατά ισότοπο, οπότε απαιτείται και η ποιοτική ανάλυση).
R
-
rad - παλαιότερη μονάδα μέτρησης της δόσης. 1 rad = 0.01 Gy
-
radiation - ακτινοβολία
-
radiation protection - ακτινοπροστασία
-
radioactive deposition - ραδιενεργός εναπόθεση - η μεταφορά ενεργότητας
σε μονάδα της επιφάνειας της Γης. Μονάδα SI: Bq m-2
-
radioactive equilibrium - ραδιενεργός ισορροπία - η ισότητα της ενεργότητας
δύο ισοτόπων λόγω ισότητας των ρυθμών παραγωγής του δευτέρου (από το πρώτο)
και διάσπασής του.
-
radioactive material - ραδιενεργό υλικό - συμβατικός ορισμός, ο οποίος
σχετίζεται με δεδομένο όριο (τυπικά κάθε υλικό είναι ραδιενεργό).
-
radioactive pollution - ραδιενεργός ρύπανση.
-
radioactivity - ραδιενέργεια - η ιδιότητα κάποιων πυρήνων να μετατρέπονται
σε άλλους "αυθόρμητα"
-
radiological - ραδιολογικός, ο σχετιζόμενος με έκθεση σε ϊοντίζουσες ακτινοβολίες
-
radionuclide / radioactive isotope - ραδιενεργό νουκλίδιο / ραδιενεγό ισότοπο
-
radon - ραδόνιο - ραδιενεργό χημικό στοιχείο, το οποίο συνεισφέρει, μέσω
των θυγατρικών παραγώγων του, στο 50% της δόσης που δέχεται ο ο άνθρωπος
από τις ϊοντίζουσες ακτινοβολίες φυσικής προέλευσης.
-
recycling (of nuclear fuel) - ανακύκλωση (πυρηνικού καυσίμου).
-
reference material / source - υλικό / πηγή αναφοράς - με γνωστή σύσταση
και ενεργότητα ισοτόπων
-
relocation (of population) - μετακίνηση (πληθυσμού) - μέτρο για την μείωση
των μακροχρόνιων επιπτώσεων της ραδιενεργού ρύπανσης μετά από πυρηνικό
ατύχημα.
-
remedial actions - διορθωτικές παρεμβάσεις - μέτρα που στοχεύουν στην μείωση
των (ραδιολογικών) επιπτώσεων σε μια περιοχή
-
rem - rad equivalent for man - η παλαιότερη μονάδα μέτρησης της ενεργού
δόσης. 1 rem = 0.01 Sv
-
resolution (energy) - διακριτική ικανότητα (ενέργειας) - η ικανότητα μιας
αναλυτικής διάταξης να διακρίνει σωματίδια διαφορετικής ενέργειας. Τυπική
μονάδα μέτρησης: keV
-
risk - διακινδίνευση - η πιθανότητα ενός συμβάντος με αρνητικές συνέπειες
S
-
sample - δείγμα
-
scattering - σκέδαση - η μεταβολή της κατεύθυνσης ενός σωματιδίου λόγω
αλληλεπίδρασης με την ύλη του σκεδάζοντος μέσου
-
scintillation detector - ανιχνευτής σπινθηρισμών
-
semi-conductor detector - ανιχνευτής ημιαγωγού
-
solid state detector - ανιχνευτής στερεάς κατάστασης
-
source (radioactive) - πηγή (ραδιενεργός)
-
specific activity - ειδική ραδιενέργεια. Μονάδες SI (ανάλογα με την
περίπτωση): Bq kg-1, Bq m-3, Bq m-2 etc.
-
spectrometry - φασματομετρία - ο προσδιορισμός του φάσματος (ενεργειών)
-
spectrometry detector - φασματομετρικός ανιχνευτής - ανιχνευτής, του οποίου
το σήμα είναι ανάλογο με την ενέργεια του ανιχνευομένου σωματιδίου.
-
spectrum - φάσμα - η κατανομή των τιμών ενός μεγέθους.
-
stable isotope - σταθερό (μη ραδιενεργό) ισότοπο
-
surface-barrier detector - ανιχνευτής επιφανειακού φραγμού - είδος ανιχν.
στερεάς κατάστασης
T
-
target - στόχος - γενική έννοια που ορίζει ένα υλικό ως προς μία πηγή ακτινοβολιών.
-
terrestrial radionuclides / radiation - ραδιενεργά νουκλίδια / ακτινοβολίες
του φλοιού της Γης.
-
thermal neutrons - θερμικά νετρόνια (χαμηλής ενέργειας)
-
trophic chain - τροφική αλυσίδα (π.χ. ζωοτροφές - ζώα - άνθρωπος).
U
-
unstable isotope - ασταθές (ραδιενεργό) ισότοπο.
-
uranium series - (ραδιενεργός) σειρά / οικογένεια του ουρανίου.
V
W
-
waste (nuclear) - απόβλητα (πυρηνικά)
-
water-pool (nuclear) reactor - (πυρηνικός) αντιδραστήρας τύπου δεξαμενής.
-
wet deposition - εναπόθεση υλικών από την ατμόσφαιρα στο έδαφος με τη βροχή.
X
x-rays - ακτίνες χ - γ-ακτινοβολία χαμηλών ενεργειών σχετιζόμενη με μεταβολές
της ενεργειακής στάθμης των ηλεκτρονίων.
Y
-
yield - παραγωγή (σωματιδίων ανά διάσπαση, αλληλεπίδραση κλπ.)
Z
kritidis@cyclades.nrcps.ariadne-t.gr